γενειάς

γενειάς
γενει-άς, άδος, ,
A beard, κυάνεαι . . γενειάδες ἀμφὶ γένειον (pl. for sg.) Od.16.176;

δάσκιον γενειάδα A.Pers.316

, cf. S.Tr.13, Theoc.2.78;

πρός <σε> γενειάδος . . ἄντομαι E.Supp.277

.
2 pl., cheeks, E.Ion1460, Ph. 1381, IT1366; of horses,

χαλινὰ γενειάσιν ἀφρίζοντες δάπτον Q.S.4.548

.
II bandage for the chin, Heliod. ap. Orib.48.20.9, Gal.18 (1).786.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γενειάς — beard fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάς — η (Α) βλ. γενειάδα …   Dictionary of Greek

  • γενειάδα — γενειάς beard fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδας — γενειάς beard fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδες — γενειάς beard fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδι — γενειάς beard fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδος — γενειάς beard fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδων — γενειάς beard fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάσιν — γενειάς beard fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδα — και γενεάδα, η (AM γενειάς, άδος) [γένειον] γένεια αρχ. στον πληθ. αἱ γενειάδες τα μάγουλα …   Dictionary of Greek

  • γενειάζω — (AM γενειάζω) 1. αποκτώ, βγάζω γένια 2. φθάνω σε αντρική ηλικία, γίνομαι άντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γένυς δυνατόν όμως να συσχετισθεί η λ. και με τον τ. γενειάς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”